- ξύνευνος
- σύνευνος , σύνευνοςbed-fellowmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στεργοξύνευνος — ον, Α αυτός που αγαπάει τη σύζυγό του ή αυτή που αγαπάει τον σύζυγό της. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέργω + ξύνευνος «σύζυγος»] … Dictionary of Greek